- ανάστα
- το άκλ. беспорядок, шум, гам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνάστα — ἀνάστᾱ , ἀνίστημι make to stand up aor imperat mid 2nd sg (doric aeolic) ἀνάστᾱ , ἀνίστημι make to stand up aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάστα — επίρρ. σύγχυση, αναστάτωση, άνω κάτω η λ. απαντά σε φράσεις όπως «έγινε το ανάστα ο Θεός ή ανάστα ο Κύριος», «έγιναν όλοι τους ανάστα» κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. που αποσπάστηκε από τη φράση του εκκλ. ύμνου «ἀνάστα ὁ Θεὸς κρίνων τὴν γῆν...»] … Dictionary of Greek
ανάστα — το άκλιτο (από την εκκλησιαστική φράση «ανάστα ο Κύριος», που συνδυάστηκε με τις θορυβώδεις εκδηλώσεις χαράς τη μέρα της Ανάστασης), θόρυβος, αναστάτωση: Έγινε σήμερα στη συγκέντρωσή μας το ανάστα ο Θεός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναστάσας — ἀναστά̱σᾱς , ἀνίστημι make to stand up aor part act fem acc pl ἀναστά̱σᾱς , ἀνίστημι make to stand up aor part act fem gen sg (doric aeolic) ἀναστά̱σᾱς , ἀνίστημι make to stand up aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστασίοιο — ἀναστᾱσίοιο , ἀνίστημι make to stand up fut opt mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστασίοις — ἀναστᾱσίοις , ἀνίστημι make to stand up fut opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστάς — ἀναστά̱ς , ἀνίστημι make to stand up aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάσταθι — ἀνάστᾱθι , ἀνίστημι make to stand up aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάστας — ἀνάστᾱς , ἀνίστημι make to stand up aor ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστάσει — ἀνάστασις making to stand fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναστάσεϊ , ἀνάστασις making to stand fem dat sg (epic) ἀνάστασις making to stand fem dat sg (attic ionic) ἀναστά̱σει , ἀνίστημι make to stand up aor subj act 3rd sg (epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστάσεις — ἀνάστασις making to stand fem nom/voc pl (attic epic) ἀνάστασις making to stand fem nom/acc pl (attic) ἀναστά̱σεις , ἀνίστημι make to stand up aor subj act 2nd sg (epic doric) ἀναστά̱σεις , ἀνίστημι make to stand up fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)